- ασυνάλειπτος
- ἀσυνάλειπτος, -ον (AM) [συναλείφω](για γραμματικούς τύπους) αυτός που δεν έχει υποστεί συναλοιφήμσν.ο ασύγχυτος, αυτός που δεν έχει συνάφεια με κάποιον άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσυνάλειπτος — without synaloephe masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυναλείπτως — ἀσυνάλειπτος without synaloephe adverbial ἀσυνάλειπτος without synaloephe masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνάλειπτον — ἀσυνάλειπτος without synaloephe masc/fem acc sg ἀσυνάλειπτος without synaloephe neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυναλείπτου — ἀσυνάλειπτος without synaloephe masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνάλειπτα — ἀσυνάλειπτος without synaloephe neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)